- σχοινοπλόκου
- σχοινοπλόκοςmaker of rush-ropesmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σβίγα — η, Ν 1. ροδάνι, μαγγάνι 2. εξέλικτρο δρομομέτρου 3. στροφείο σχοινοπλόκου … Dictionary of Greek
σχοινοπλοκία — η, Ν [σχοινοπλόκος] η τέχνη του σχοινοπλόκου, η τέχνη κατασκευής σχοινιών … Dictionary of Greek